- προγνωστικός
- -ή, -όαυτός πού αναφέρεται στην πρόγνωση: Προγνωστική δυνατότητα της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προγνωστικός — foreknowing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικός — ή, ό / προγνωστικός, ή, όν, ΝΜΑ [προγιγνώσκω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόγνωση («προγνωστική δύναμις», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός να προβλέπει το μέλλον, να προμαντεύει νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το προγνωστικό α) η ιδιότητα ή η… … Dictionary of Greek
προγνωστικά — προγνωστικός foreknowing neut nom/voc/acc pl προγνωστικά̱ , προγνωστικός foreknowing fem nom/voc/acc dual προγνωστικά̱ , προγνωστικός foreknowing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικώτερον — προγνωστικός foreknowing adverbial comp προγνωστικός foreknowing masc acc comp sg προγνωστικός foreknowing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικῶν — προγνωστικός foreknowing fem gen pl προγνωστικός foreknowing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικόν — προγνωστικός foreknowing masc acc sg προγνωστικός foreknowing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικώτατον — προγνωστικός foreknowing masc acc superl sg προγνωστικός foreknowing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικαῖς — προγνωστικός foreknowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικαί — προγνωστικός foreknowing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγνωστικοῖς — προγνωστικός foreknowing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)